Αρχική Σελίδα > Το Χωριό > Λαϊκό Γλωσσάρι > Παροιμίες Λ-Ω
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ | ΤΟ ΧΩΡΙΟ | ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΚΑΤΟΙΚΩΝ | ΙΣΤΟΡΙΑ | ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ | ΜΝΗΜΕΙΑ-ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ | ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ | ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟ ΣΤΕΦΑΝΙΟΥ | ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ | ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗ ΦΥΣΗ | ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ | ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Παροιμίες Λ-Ω

-Λ-
Λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του.
Λένε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.  
Λείπει ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια.  
 
-Μ-  
Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.  
Μάστορης είναι και της κατσίκας ο κώλος.  
Με πορδές δε βάφουν αυγά.  
Με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακάματα.  
Με το στανιό ο σκύλος μαντρί δε φυλάει.  
Με το στόμα μπάρα με τα χέρια κουλαμάρα.  
Μεγάλη μπουκιά φάει μεγάλο λόγο μη λες.  
Μερεμέτα και σκαπέτα.  
Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα.  
Μην παίζεις με τη φωτιά.  
Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό.  
Μία στο καρφί και μία στο πέταλο.  
Μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα.  
Μπάτε σκύλοι αλέστε.  
Μπρος τα κάλλη τι είν' ο πόνος.  
-Ν-
Ν' άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν.  
Να ο λύκος που είν' τ' αχνάρια του.  
Να' χα πουτάνας ριζικό και ακαμάτρας μοίρα.  
Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει.  
Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.  
Ντράπου η κόρη, βρεθεί γκαστρωμένη.  
-Ο-
Ο άμωρος λόγος κι ο κάλπικος παράς μένει στο νοικοκύρη.  
Ο βήχας κι ο παράς δεν κρύβονται.  
Ο βρεγμένος τηη βροχή δεν τη φοβάται.  
Ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας δεν περνάει.  
Ο καλός ο μύλος όλα τ' αλέθει.  
Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο.  
Ο λύκος από τα μετρημένα τρώει.  
Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.  
Ο λύκος τη τρίχα αλλάζει το χούι δεν τ' αλλάξει.  
Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια.
Ο παπάς πρώτα βλογάει τα γένια του.
Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται.  
Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται.  
Ο τεμπέλης κι ο φαγάς ή χωροφύλακας ή παπάς.  
Ο τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε.  
Ο ύπνος θρέφει τα μωρά κι ο ήλιος τα μοσχάρια.  
Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει.  
Οι τριφτάδες κι ο χυλός ώσπου να σηκωθείς ορθός.  
Όλα τα γουρούνια μία μύτη έχουνε.
Όλα τα' χει Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε.
Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη.  
Όλοι κλαιν τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι.  
Όλοι μαζί κι ψωριάρης χώρια.  
Όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.  
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες  
Όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε ημέρες κοσκινάει.  
Όποιος έχει αμπέλια να οι Καρυώτες.
Όποιος έχει πολύ πιπέρι ρίχνει και στα λάχανα.
Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια  
Όποιος κατουράει στη θάλασσα το βρίσκει στ' αλάτι.  
Όποιος μπαίνει στο χορό, χορεύει.  
Όποιος πηδάει πολλά παλούκια ένα θα μπει στο κώλο του.  
Όποιος πίνει βερεσέ μεθάει δυό φορές.  
Όποιος σκάβει το λάκκο τ' αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα.  
Όποιος φτύνει κατά πάνω φτύνει τα μούτρα του.  
Όπου ακούς πολλά κεράσια μικρό καλάθι βάστα.  
Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει.  

Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά.

 
Όπου φτωχός κι η μοίρα του.  
Όπως μου βαράνε χορεύω.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος.  
Ότι έσπειρες θα θερίσεις.  
Ότι μικρομαθαίνεις, δεν τα γεροντάφηνες.  
Ότι πάρει η νύφη στην καβάλα.
Ούτε κότες έχω ούτε με την αλουπού μαλώνω.
Ούτε ψύλλος στον κόρφο του.
-Π-
Παπά παιδί διαβόλου γκόνι.
Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
Πάρ' τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
Παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου να βγει η ψυχή του.
Παστρική καλή Θοδώρα το τσαρούχι μεσ' την πίτα.
Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σακούλια του.
Πέρσι κάει, φέτος μύρισε.
Πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι.
Πιάσ' τ' αυγό και κούρεψέ το.
Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
Πίνει ξ κότα το νερό, μα κοιτάει και το Θεό.
Ποιος στραβός δε θέλει το φως του.
Πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε γυρίζει.
Που πας ξιπόλητος στ' αγκάθια.
Πουτάνα με τα κλάηματα και κλέφτης με τους όρκους.
Πως πάν' αράπη τα παιδιά σου, όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Πως πάνε οι στραβοί στην Άδη; Ένας κοντά στον άλλονε.
-Σ-
Σ' αγαπώ κυρά να κλάνεις αλλά μην το παρακάνεις.
Σ' εσέ το λέω πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη.
Σαν την καλαμιά στον κάμπο.
Σαν της Λαμπρής τ' αυγά.
Σαν τις κακές συννυφάδες.
Σαν το χιόνι στον κόρφο του.
Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Σκόρπισαν σαν του λαγού τα πουλιά.
Σκυλί που γαβγίζει μην το φοβάσαι.
Σόι πάει το βασίλειο.
Στερνή μου γνώση να σ' είχαν πρώτα.
Στην αναβροχιά, καλό είν' και το χαλάζι.
Στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες' το σπίτι.
Στο γάμο πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα.
Στο μπόι σου βρίσκεις, στην γνώμη σου δε βρίσκεις.
Στολίστει η νύφη κι έμεινε.
Στου κασίδη το κεφάλι.
Στους σταρβούς κυβερνάει ο μονόφθαλμος.
Στραβός βελόνι εγύρευε μέσα στην αχυρώνα.
Συμπεθέροι και κουμπάροι, τον πρώτο χρόνο έχουν τη χάρη.
-Τ-
Τ' αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη.
Τα κουκουλώνει σαν τη γάτα.
Τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια.
Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.
Τη μία Πάσχα και την άλλη χάσκα.
Της κακής ψωλής και τα μαλλιά της φταίνε.
Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά.
Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι.
Τι είν' ο κάβουρας τι είν' το ζουμί του.
Τι έχεις γέρο που χορεύεις: Δε μ' αφήνουν τα δαιμόνια.
Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα.
Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω.
Το αγώι ξυπνάει το αγωγιάτη.
Το αίμα νερό δεν γίνεται.
Το γουδί το γουδοχέρι.
Το έξυπνο πουλί πιάνεται από τη μύτη.
Το ινάτι βγάζει μάτι.
Το κρύο με το σακί μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει.
Το μάτι σπάει την πέτρα.
Το μυρμήγκι σαν είναι να χαθεί βγάζει φτερά.
Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω.
Το ραβδί έχει δύο άκρες.
Το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι.
Το σόι πάει βασίλειο.
Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει.
Το χορεύει στο ταψί.
Τον ξεδιάντροπο φτύνανε κι έλεγε ψιχαλίζει.
Τον τραβάει απ' το καπίστρι.
Του παπά η κοιλιά είν' αμπάρι θέλει να φάει και να πάρει.
Του σχοινιού και του παλουκιού.
Του τάξε λαγούς με πετραχήλια.
Του φτωχού το αρνί δε γίνεται κριάρι.
Τούρκο φίλευε και τον κώλο φύλαγε.
Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο.
Τρέμει σαν το φύλλο.
Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα.
-Φ-
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
Φούρνος να μην καπνίσει.
Φταίει η παπαδιά, τη πληρώνει το χωριό.
Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
-Χ-
Χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα.
Χώρια τα στέρφα από τα γαλάρια.
-Ψ-
Ψάχνει ψύλλους στ' άχυρα.
Ψωμί δεν έχουμε ράπανα για την όρεξη.

 

Παροιμίες Α-Κ - Παροιμίες Λ-Ω

Λαϊκό Γλωσσάρι

 

Επιστροφή στην αρχή

 

   
 
Γεωγραφική Θέση
Χλωρίδα & Πανίδα
Προέλευση ονομασίας Νέο!
Τοπωνύμια
Οι Στεφανιώτες
Γλωσσικό Ιδίωμα Νέο!
Λαϊκό Γλωσσάρι Νέο!
Παρατσούκλια Νέο!
Ταβέρνα "Η Βελανιδιά" Νέο!
Πως θα πάτε
Χρήσιμες Πληροφορίες
Χάρτης
Ευρύτερη περιοχή
 

dfsdgggadfgadfg

 
Ευχαριστίες | Όροι Χρήσης | Επικοινωνία

Copyright © 2004 Stephanion.gr. All Rights Reserved